- πισσέλαιον
- τὸ, ΜΑμσν.μίγμα ελαίου και πίσσαςαρχ.πίσσανθος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἔλαιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισσέλαιον — mixture of oil and pitch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσελαίου — πισσέλαιον mixture of oil and pitch neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσελαίῳ — πισσέλαιον mixture of oil and pitch neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] … Dictionary of Greek